ἀνθρώπινον

ἀνθρώπινον
ἀνθρώπινος
of
masc acc sg
ἀνθρώπινος
of
neut nom/voc/acc sg
ἀνθρώπινος
of
masc/fem acc sg
ἀνθρώπινος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τἀνθρώπινον — ἀνθρώπινον , ἀνθρώπινος of masc acc sg ἀνθρώπινον , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc sg ἀνθρώπινον , ἀνθρώπινος of masc/fem acc sg ἀνθρώπινον , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρώπινος — η, ο (AM ἀνθρώπινος, η, ον και ος, ον) 1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση 2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ αυτόν αρχ. μσν. 1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους «ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • Nicomachean Ethics — Part of a series on Aristotle …   Wikipedia

  • Третий Константинопольский собор — Дата 680 год 681 гг. Признаётся Католицизм, Православие Предыдущий Собор Второй Константинопольский собор Следующий Собор (Католицизм) Второй Никейский собор (Православие) Трулльский собор Созван Константином IV Под председательством Георгия и …   Википедия

  • LOT — fil. Haran. Gen. c. 11. v. 27. etc. 14. v. 12. et 16. quem δίκαιον vocat D. Petrus 2. Ep. c. 2. v. 7. Vide Ioseph. Antiqq. l. 1. Eius ux. cum intueretur ulterius post eum, statua salis effecta est. Gen. c. 19. v. 1, 5, 6, 9, 10, 12, 14, 15, 23,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • επιλυμαίνομαι — ἐπιλυμαίνομαι (Α) [λυμαίνομαι] καταστρέφω, βλάπτω κάποιον («Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά …   Dictionary of Greek

  • παροικώ — παροικῶ, έω, Ν ΜΑ [οικώ] κατοικώ, διαμένω μόνιμα ως πάροικος σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είμαι πάροικος («οὐ μόνον τοῑς πολίταις ἐξιέναι πανδημεί προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῑς παροικοῡσι ξένοις», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κατοικώ, διαμένω κάπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”